αζόλη

αζόλη
(azolla). Υδρόβιο φυτό των ελών. Ανήκει στην οικογένεια των αζολιδών της τάξης των υδροπτερίδων. Έχουν βρεθεί και α. απολιθωμένες της εποχής του καινοζωικού αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • οξαζόλιο — το χημ. ετεροκυκλική αζωτούχα οργανική ένωση με πενταμελή δακτύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxazole < οξ(υ) * + αζόλη (< az , τ. τής διεθνούς επιστημονικής ορολογίας για το άζωτο + ole, κατάλ. τής χημικής ορολογίας] …   Dictionary of Greek

  • υδροπτέριδες — (hydropteridae). Τάξη πτεριδόφυτων της κλάσης των πτεριδικών, που έχουν δύο ειδών σπόρια (μακροσποριάγγεια και μικροσποριάγγεια), χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από τις άλλες φτέρες. Το έμβρυο των υ. αναπτύσσεται απευθείας σε ένα νέο φυλλοφόρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”